Η σημερινή (26/9/2010) συνάντηση του πρωθυπουργού με τους πρυτάνεις όλης της χώρας στους Δελφούς αναμοχλεύει τα προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας μας και δημιουργεί προσδοκίες για οριστική (;) διευθέτησή τους.
Το κείμενο «Ανώτατη Παιδεία. Πώς φτάσαμε στο αδιέξοδο» του Γ. Σηφάκη(Οικ. Ταχυδρόμος 1987) – που φιλοξενείται εδώ και πολλά χρόνια στις σελίδες 24-26, του σχολικού βιβλίου της έκφρασης –έκθεσης της Γ΄ Λυκείου- θα περιμέναμε να θεωρείται πλέον ξεπερασμένο και σήμερα να συζητάμε για άλλου είδους προβλήματα στην πολύπαθη ανώτατη εκπαίδευσή μας. Άλλωστε, οι σημερινοί μαθητές βλέποντας τη χρονολογία 1987 σχολιάζουν ειρωνικά το «επίκαιρο» χαρακτήρα των κειμένων του βιβλίου τους.
Θυμίζω απλώς τη βασική ιδέα του κειμένου για να επιδοθούμε σε συσχέτιση με τη σημερινή πραγματικότητα και να διαπιστώσουμε δυστυχώς τον επίκαιρο χαρακτήρα του: ο συγγραφέας χρεώνει τα προβλήματα της ανώτατης παιδείας στο γιγαντισμό (ήτοι μαζική παραγωγή φοιτητών σε ποσότητα δυσανάλογα αντίστροφη με την αύξηση του πληθυσμιακού δυναμικού της χώρας) και στη χαμηλή της ποιότητα. Ανάγει δε τις ρίζες του κακού στο προπατορικό αμάρτημα της νεοελληνικής κοινωνίας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, τότε που ο νεοέλληνας έθεσε ως ιδανικό του την αποκήρυξη της οθωμανικής κατοχής και τη μεταμόρφωσή του σε Ευρωπαίο με μοναδικό εφόδιο την απόκτηση ενός πτυχίου που θα του εξασφάλιζε αποκατάσταση στη υπαλληλική ιεραρχία του κράτους και συνάμα κοινωνικό γόητρο.
Αναμφίβολα, αυτή η νοοτροπία είναι τόσο βαθιά ριζωμένη όχι πια στη συνείδηση αλλά στο υποσυνείδητο κάθε Έλληνα γονιού που καταβάλλει φιλότιμη προσπάθεια να μορφώσει τα τέκνα της με οποιοδήποτε κόστος και τίμημα προσβλέποντας στην επαγγελματική τους αποκατάσταση και όχι μόνο. Στην Ελλάδα διαιωνίζεται αυτή η στερεότυπη αντίληψη με αποτέλεσμα να έχει παγιωθεί ένα είδος ρατσισμού που διαχωρίζει τους σπουδασμένους σαν μια ανώτερη κοινωνική κάστα από τους χειρώνακτες εργάτες – που πλέον ως κατηγορία περιλαμβάνουν κυρίως τις μη προνομιούχες ομάδες της κοινωνίας (μετανάστες , πρόσφυγες, τσιγγάνους κοκ).
Κοινά σημεεία με τα παραπάνω έχει το άρθρο
Ποιότητα, ευελιξία και ανταγωνιστικότητα
του καθηγητή ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΖΙΟΒΑ (Το Βήμα Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010 )
Το μέλλον των ελληνικών πανεπιστημίων θα κριθεί σε τρία κυρίως μέτωπα τα οποία απαιτούν και τις αντίστοιχες στρατηγικές επιλογές για την έξοδο της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης από την εγχώρια κρίση και την αντιμετώπιση της εκπαιδευτικής παγκοσμιοποίησης.
1 Στροφή από τη μαζικότητα στην ποιότητα. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση εισάγεται γύρω στο 70% των αποφοίτων της ΜΕ, ενώ στη Βρετανία το αντίστοιχο ποσοστό μόλις τα τελευταία χρόνια αγγίζει το 40%. Με την παρούσα οικονομική κρίση, η Ελλάδα δεν μπορεί να παρέχει ποιοτική Παιδεία σε ένα τόσο υψηλό ποσοστό και επομένως ΑΕΙ και Υπουργείο θα πρέπει να ξεκινήσουν από μια προγραμματική συμφωνία αναλογίας διδασκόντων και διδασκομένων ανά σχολή και τμήμα, ώστε να υπάρχουν αντικειμενικά δεδομένα αναφορικά με το κόστος και τις προϋποθέσεις εκπαίδευσης κάθε φοιτητή, να συγκρίνεται η αναλογία αυτή με αντίστοιχες άλλων χωρών και, τέλος, να μειωθούν οι ανισότητες μεταξύ ομοειδών σχολών και ιδρυμάτων. Η μονάδα κόστους ανά φοιτητή και η αναλογία διδασκόντων και διδασκομένων αποτελούν διεθνώς τους πιο διαφανείς δείκτες ενώ θα βοηθήσουν τα ιδρύματα να συναγωνισθούν μεταξύ τους επί ίσοις όροις αλλά και, αν το επιθυμούν, να επιβάλουν δίδακτρα σε όσους καθυστερούν αδικαιολόγητα τις σπουδές τους.
Ο πληθωρισμός του αριθμού των εισακτέων δεν συμβάλλει σε μια ποιοτική Παιδεία και αυτό φαίνεται όταν έλληνες φοιτητές έρχονται σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Μπορεί να είναι εξαιρετικά επιμελείς, υστερούν όμως σε κριτική σκέψη και συνθετική ικανότητα, και οι βασικές αυτές αδυναμίες αντικατοπτρίζουν και το πρόβλημα της ελληνικής εκπαίδευσης. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι στο ελληνικό πανεπιστήμιο ενώ εξετάζονται σε μια πληθώρα μαθημάτων, εκπονούν συνήθως μια γραπτή εργασία (με τη δικαιολογία ότι ο μεγάλος αριθμός των φοιτητών δεν επιτρέπει περισσότερες), ενώ ο βρετανός φοιτητής έχει εκπονήσει περίπου 20 στη διάρκεια των σπουδών του για τις οποίες λαμβάνει γραπτά σχόλια ή τις συζητά με τον υπεύθυνο καθηγητή. Μαζική εκπαίδευση και ποιότητα δεν συνάδουν και ως εκ τούτου η ελληνική πολιτεία θα πρέπει να κάνει στον τομέα αυτό τη στρατηγική της επιλογή.
2 Ευελιξία του εκπαιδευτικού συστήματος. Η ελληνική ανώτατη εκπαίδευση χαρακτηρίζεται από μονολιθικότητα και οι επιλογές που κάνουν οι φοιτητές με την είσοδό τους στα ΑΕΙ τούς συνοδεύουν για ολόκληρη τη ζωή τους. Απαιτείται λοιπόν ευελιξία στα προγράμματα σπουδών με την εισαγωγή διατμηματικών προγραμμάτων και του συστήματος majorminor (οι φοιτητές, δηλαδή, να μπορούν να επιλέγουν το 50% ή το 30% των μαθημάτων τους από άλλα τμήματα ή σχολές αν το επιθυμούν). Μια τέτοια ευελιξία θα βοηθήσει ιδιαίτερα φοιτητές ανθρωπιστικών επιστημών στην εύρεση εργασίας, όπως συμβαίνει στη Βρετανία. Αν μάλιστα συνεχιστεί η μαζική είσοδος στα ΑΕΙ θα μπορούσε να εξεταστεί και το ενδεχόμενο οι προπτυχιακές σπουδές να γίνουν τριετείς με ποικιλία μαθημάτων και να ακολουθούνται από έναν διετή μεταπτυχιακό κύκλο ειδίκευσης στον οποίο θα εισέρχεται το 15%-20% του πρώτου κύκλου με αυστηρά κριτήρια. Οι απόφοιτοι αυτού του κύκλου θα μπορούν να στελεχώνουν θέσεις ειδικότητας, ίσως χωρίς τη μεσολάβηση του ΑΣΕΠ, αφού θα έχουν κριθεί για την είσοδο και την έξοδό τους από τον μεταπτυχιακό κύκλο.
3 Ανταγωνιστικότητα μεταξύ των ελληνικών πανεπιστημίων. Σε μια εποχή που τα διεθνή εκπαιδευτικά έντυπα κατακλύζονται από λίστες των καλύτερων πανεπιστημίων στον κόσμο, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας μεταξύ των ελληνικών ΑΕΙ οδηγεί σε τελματική επανάπαυση και διαιωνίζει την ευνοιοκρατία των ημετέρων. Το ελληνικό σύστημα είναι ατομοκεντρικό (καθώς το κάθε μέλος ΔΕΠ φροντίζει για την προσωπική του εξέλιξη) και θα έπρεπε να εξελιχθεί σε τμηματοκεντρικό με την κατάρτιση ερευνητικής στρατηγικής εκ μέρους κάθε τμήματος, όπως συμβαίνει σε πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Καλό θα ήταν επίσης να προσφέρονται κίνητρα σε τμήματα ή σχολές με ερευνητές που δημοσιεύουν σε διεθνή έγκυρα περιοδικά, οργανώνουν διεθνή συνέδρια, έχουν υψηλό ποσοστό επιτυχίας στη διεκδίκηση διεθνών ερευνητικών προγραμμάτων, προσέλκυσης ξένων φοιτητών (ακόμη και Εrasmus), έγκαιρης αποπεράτωσης διδακτορικών διατριβών κτλ. Τα τμήματα αυτά θα μπορούν να ανταμείβονται με λιγότερους εισακτέους, τη χορήγηση θέσεων αριστείας για την προσέλκυση διαπρεπών επιστημόνων ή με άλλους τρόπους. Η εισαγωγή κινήτρων και ο συναγωνισμός των τμημάτων θα ωθήσει και τους φοιτητές να επιλέγουν τη σχολή ή το τμήμα τους περισσότερο με κριτήρια αριστείας παρά εντοπιότητας, ώστε να μειωθεί και το φαινόμενο των μεταγραφών. Το πώς το ελληνικό κράτος θα διαχειριστεί στο μέλλον προβλήματα βιωσιμότητας, ανταγωνιστικότητας και ανανέωσης στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό και το μέλλον της.
Το κείμενο «Ανώτατη Παιδεία. Πώς φτάσαμε στο αδιέξοδο» του Γ. Σηφάκη(Οικ. Ταχυδρόμος 1987) – που φιλοξενείται εδώ και πολλά χρόνια στις σελίδες 24-26, του σχολικού βιβλίου της έκφρασης –έκθεσης της Γ΄ Λυκείου- θα περιμέναμε να θεωρείται πλέον ξεπερασμένο και σήμερα να συζητάμε για άλλου είδους προβλήματα στην πολύπαθη ανώτατη εκπαίδευσή μας. Άλλωστε, οι σημερινοί μαθητές βλέποντας τη χρονολογία 1987 σχολιάζουν ειρωνικά το «επίκαιρο» χαρακτήρα των κειμένων του βιβλίου τους.
Θυμίζω απλώς τη βασική ιδέα του κειμένου για να επιδοθούμε σε συσχέτιση με τη σημερινή πραγματικότητα και να διαπιστώσουμε δυστυχώς τον επίκαιρο χαρακτήρα του: ο συγγραφέας χρεώνει τα προβλήματα της ανώτατης παιδείας στο γιγαντισμό (ήτοι μαζική παραγωγή φοιτητών σε ποσότητα δυσανάλογα αντίστροφη με την αύξηση του πληθυσμιακού δυναμικού της χώρας) και στη χαμηλή της ποιότητα. Ανάγει δε τις ρίζες του κακού στο προπατορικό αμάρτημα της νεοελληνικής κοινωνίας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, τότε που ο νεοέλληνας έθεσε ως ιδανικό του την αποκήρυξη της οθωμανικής κατοχής και τη μεταμόρφωσή του σε Ευρωπαίο με μοναδικό εφόδιο την απόκτηση ενός πτυχίου που θα του εξασφάλιζε αποκατάσταση στη υπαλληλική ιεραρχία του κράτους και συνάμα κοινωνικό γόητρο.
Αναμφίβολα, αυτή η νοοτροπία είναι τόσο βαθιά ριζωμένη όχι πια στη συνείδηση αλλά στο υποσυνείδητο κάθε Έλληνα γονιού που καταβάλλει φιλότιμη προσπάθεια να μορφώσει τα τέκνα της με οποιοδήποτε κόστος και τίμημα προσβλέποντας στην επαγγελματική τους αποκατάσταση και όχι μόνο. Στην Ελλάδα διαιωνίζεται αυτή η στερεότυπη αντίληψη με αποτέλεσμα να έχει παγιωθεί ένα είδος ρατσισμού που διαχωρίζει τους σπουδασμένους σαν μια ανώτερη κοινωνική κάστα από τους χειρώνακτες εργάτες – που πλέον ως κατηγορία περιλαμβάνουν κυρίως τις μη προνομιούχες ομάδες της κοινωνίας (μετανάστες , πρόσφυγες, τσιγγάνους κοκ).
Κοινά σημεεία με τα παραπάνω έχει το άρθρο
Ποιότητα, ευελιξία και ανταγωνιστικότητα
του καθηγητή ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΖΙΟΒΑ (Το Βήμα Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010 )
Το μέλλον των ελληνικών πανεπιστημίων θα κριθεί σε τρία κυρίως μέτωπα τα οποία απαιτούν και τις αντίστοιχες στρατηγικές επιλογές για την έξοδο της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης από την εγχώρια κρίση και την αντιμετώπιση της εκπαιδευτικής παγκοσμιοποίησης.
1 Στροφή από τη μαζικότητα στην ποιότητα. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση εισάγεται γύρω στο 70% των αποφοίτων της ΜΕ, ενώ στη Βρετανία το αντίστοιχο ποσοστό μόλις τα τελευταία χρόνια αγγίζει το 40%. Με την παρούσα οικονομική κρίση, η Ελλάδα δεν μπορεί να παρέχει ποιοτική Παιδεία σε ένα τόσο υψηλό ποσοστό και επομένως ΑΕΙ και Υπουργείο θα πρέπει να ξεκινήσουν από μια προγραμματική συμφωνία αναλογίας διδασκόντων και διδασκομένων ανά σχολή και τμήμα, ώστε να υπάρχουν αντικειμενικά δεδομένα αναφορικά με το κόστος και τις προϋποθέσεις εκπαίδευσης κάθε φοιτητή, να συγκρίνεται η αναλογία αυτή με αντίστοιχες άλλων χωρών και, τέλος, να μειωθούν οι ανισότητες μεταξύ ομοειδών σχολών και ιδρυμάτων. Η μονάδα κόστους ανά φοιτητή και η αναλογία διδασκόντων και διδασκομένων αποτελούν διεθνώς τους πιο διαφανείς δείκτες ενώ θα βοηθήσουν τα ιδρύματα να συναγωνισθούν μεταξύ τους επί ίσοις όροις αλλά και, αν το επιθυμούν, να επιβάλουν δίδακτρα σε όσους καθυστερούν αδικαιολόγητα τις σπουδές τους.
Ο πληθωρισμός του αριθμού των εισακτέων δεν συμβάλλει σε μια ποιοτική Παιδεία και αυτό φαίνεται όταν έλληνες φοιτητές έρχονται σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Μπορεί να είναι εξαιρετικά επιμελείς, υστερούν όμως σε κριτική σκέψη και συνθετική ικανότητα, και οι βασικές αυτές αδυναμίες αντικατοπτρίζουν και το πρόβλημα της ελληνικής εκπαίδευσης. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι στο ελληνικό πανεπιστήμιο ενώ εξετάζονται σε μια πληθώρα μαθημάτων, εκπονούν συνήθως μια γραπτή εργασία (με τη δικαιολογία ότι ο μεγάλος αριθμός των φοιτητών δεν επιτρέπει περισσότερες), ενώ ο βρετανός φοιτητής έχει εκπονήσει περίπου 20 στη διάρκεια των σπουδών του για τις οποίες λαμβάνει γραπτά σχόλια ή τις συζητά με τον υπεύθυνο καθηγητή. Μαζική εκπαίδευση και ποιότητα δεν συνάδουν και ως εκ τούτου η ελληνική πολιτεία θα πρέπει να κάνει στον τομέα αυτό τη στρατηγική της επιλογή.
2 Ευελιξία του εκπαιδευτικού συστήματος. Η ελληνική ανώτατη εκπαίδευση χαρακτηρίζεται από μονολιθικότητα και οι επιλογές που κάνουν οι φοιτητές με την είσοδό τους στα ΑΕΙ τούς συνοδεύουν για ολόκληρη τη ζωή τους. Απαιτείται λοιπόν ευελιξία στα προγράμματα σπουδών με την εισαγωγή διατμηματικών προγραμμάτων και του συστήματος majorminor (οι φοιτητές, δηλαδή, να μπορούν να επιλέγουν το 50% ή το 30% των μαθημάτων τους από άλλα τμήματα ή σχολές αν το επιθυμούν). Μια τέτοια ευελιξία θα βοηθήσει ιδιαίτερα φοιτητές ανθρωπιστικών επιστημών στην εύρεση εργασίας, όπως συμβαίνει στη Βρετανία. Αν μάλιστα συνεχιστεί η μαζική είσοδος στα ΑΕΙ θα μπορούσε να εξεταστεί και το ενδεχόμενο οι προπτυχιακές σπουδές να γίνουν τριετείς με ποικιλία μαθημάτων και να ακολουθούνται από έναν διετή μεταπτυχιακό κύκλο ειδίκευσης στον οποίο θα εισέρχεται το 15%-20% του πρώτου κύκλου με αυστηρά κριτήρια. Οι απόφοιτοι αυτού του κύκλου θα μπορούν να στελεχώνουν θέσεις ειδικότητας, ίσως χωρίς τη μεσολάβηση του ΑΣΕΠ, αφού θα έχουν κριθεί για την είσοδο και την έξοδό τους από τον μεταπτυχιακό κύκλο.
3 Ανταγωνιστικότητα μεταξύ των ελληνικών πανεπιστημίων. Σε μια εποχή που τα διεθνή εκπαιδευτικά έντυπα κατακλύζονται από λίστες των καλύτερων πανεπιστημίων στον κόσμο, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας μεταξύ των ελληνικών ΑΕΙ οδηγεί σε τελματική επανάπαυση και διαιωνίζει την ευνοιοκρατία των ημετέρων. Το ελληνικό σύστημα είναι ατομοκεντρικό (καθώς το κάθε μέλος ΔΕΠ φροντίζει για την προσωπική του εξέλιξη) και θα έπρεπε να εξελιχθεί σε τμηματοκεντρικό με την κατάρτιση ερευνητικής στρατηγικής εκ μέρους κάθε τμήματος, όπως συμβαίνει σε πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Καλό θα ήταν επίσης να προσφέρονται κίνητρα σε τμήματα ή σχολές με ερευνητές που δημοσιεύουν σε διεθνή έγκυρα περιοδικά, οργανώνουν διεθνή συνέδρια, έχουν υψηλό ποσοστό επιτυχίας στη διεκδίκηση διεθνών ερευνητικών προγραμμάτων, προσέλκυσης ξένων φοιτητών (ακόμη και Εrasmus), έγκαιρης αποπεράτωσης διδακτορικών διατριβών κτλ. Τα τμήματα αυτά θα μπορούν να ανταμείβονται με λιγότερους εισακτέους, τη χορήγηση θέσεων αριστείας για την προσέλκυση διαπρεπών επιστημόνων ή με άλλους τρόπους. Η εισαγωγή κινήτρων και ο συναγωνισμός των τμημάτων θα ωθήσει και τους φοιτητές να επιλέγουν τη σχολή ή το τμήμα τους περισσότερο με κριτήρια αριστείας παρά εντοπιότητας, ώστε να μειωθεί και το φαινόμενο των μεταγραφών. Το πώς το ελληνικό κράτος θα διαχειριστεί στο μέλλον προβλήματα βιωσιμότητας, ανταγωνιστικότητας και ανανέωσης στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό και το μέλλον της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου