ΚΕΙΜΕΝΟ
ΣΗΜΑΣΙΑ -ΑΞΙΑ ΓΛΩΣΣΑΣ
ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ
-Η γλώσσα είναι μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του ανθρώπινου
πολιτισμού, αφού χάρη σ’ αυτή ο άνθρωπος ανέπτυξε τον λόγο που
αποτελεί τη βάση του πολιτισμού.
-Τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου,
κατά τον Wittgenstein. Αυτό σημαίνει, γνωρίζω τον κόσμο όσο μου
επιτρέπουν οι γλωσσικές μου ικανότητες* επικοινωνώ με τον κόσμο και τα
πράγματα στον βαθμό που έχω τις γλωσσικές προϋποθέσεις. Οι δυνατότητες
της διάνοιας του ανθρώπου εξαρτώνται από το επίπεδο της γλώσσας που είναι
σε θέση να μεταχειρίζεται. Γιατί
ο άνθρωπος του οποίου οι γλωσσικές δυνατότητες είναι περιορισμένες δεν μπορεί
ούτε να εκφράσει αυτό που σκέπτεται ούτε να σκεφθεί ολοκληρωμένα. Αναγκαστικά,
βρίσκεται εγκλωβισμένος μέσα σε ένα στενό και ασφυκτικό γλωσσικό πλαίσιο που
δεν του δίνει τη δυνατότητα να σκεφθεί ολόπλευρα και σε βάθος. Η απαιτητική,
ποιοτική και αποτελεσματική επικοινωνία είναι ζήτημα που σχετίζεται με τη
γλωσσική υποδομή του καθενός. Η γλωσσική καλλιέργεια υπηρετεί και στηρίζει
άμεσα και αποτελεσματικά την ανάπτυξη της σκέψης και των πνευματικών
δεξιοτήτων του ανθρώπου, ενώ «η σκέψη η απογυμνωμένη σε γνώση γίνεται
ουδέτερη και χρησιμοποιείται ως απλό προσόν στις ειδικές αγορές εργασίας
αυξάνοντας την εμπορική αξία της προσωπικότητας»[1]
Η πνευματική απελευθέρωση του ατόμου, συνεπώς, σχετίζεται άμεσα με τις γλωσσικές δεξιότητες που έχει αναπτύξει, ενώ το
γλωσσικό υπόβαθρο του καθενός, ατόμου ή λαού, σηματοδοτεί την πνευματική του
εμβέλεια. «Οι γλώσσες», επισημαίνει ο καθηγητής Χρίστος Τσολάκης (1995),
«είναι τα μπόγια των λαών. Ψηλώνουν με το ψήλωμα και συρρικνώνονται με τη
συρρίκνωση
των σκέψεων και των πολιτισμών των ανθρώπων. Δεν είναι δυνατόν οι πολιτισμοί
και οι σκέψεις να προάγονται και οι γλώσσες να φθίνουν. Αυτό και το αντίστροφό
του αποκλείονται. Στην τεχνολογία οι λαοί, στην τεχνολογία και οι γλώσσες, στην
ποίηση οι λαοί, στην ποίηση και οι γλώσσες».
- Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς
για παιδεία και εκπαίδευση χωρίς να αναφερθεί στη γλώσσα, που είναι φορέας
μορφωτικών αγαθών και στην οποία στηρίζεται το εκπαιδευτικό σύστημα. Το
επίπεδο της γλωσσικής καλλιέργειας επηρεάζει κατ’ ανάγκη το επίπεδο της
παιδείας και της εκπαίδευσης, δεδομένου ότι οι δύο αυτές μορφωτικές
διαδικασίες στηρίζονται κατά βάση στον διάλογο,
και ο διάλογος στον λόγο, η ποιότητα του οποίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από
τη γλωσσική κατάρτιση του
καθενός. Αφού, λοιπόν, από τη γλώσσα εξαρτάται η παιδεία και η εκπαίδευση και
αφού η παιδεία είναι ένα κοινωνικό αγαθό και ταυτόχρονα δικαίωμα του πολίτη,
εξυπακούεται ότι η γλωσσική καλλιέργεια είναι κοινωνικό αγαθό, όρος απαραίτητος
τόσο για την πολιτική, κοινωνική, ηθική, αισθητική διαπαιδαγώγηση του πολίτη
όσο και για την επιστημονική και επαγγελματική του κατάρτιση.
ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ και ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Γι΄ αυτό, το εκπαιδευτικό σύστημα, σε όλες του τις βαθμίδες, θα πρέπει να
προτάσσει μεταξύ των βασικών του στόχων την εξασφάλιση των κατάλληλων
προϋποθέσεων για την ανάπτυξη των γλωσσικών ικανοτήτων των μαθητών. Αν ο
μαθητής δεν έχει γλωσσική αυτάρκεια, δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε
εκπαιδευτικές διαδικασίες σύνθετες, ώστε να συμμετέχει ενεργά στη μαθησιακή
διαδικασία και να αναπτύξει την κρίση του, που είναι το ζητούμενο.
Μέχρι να αποκτήσει γλωσσική, και ως εκ τούτου διανοητική, αυτάρκεια, θα
εξαρτάται από την αποστήθιση, που δυστυχώς τις τελευταίες δεκαετίες έχει αποβεί
η μάστιγα του εκπαιδευτικού μας συστήματος και η οποία ενισχύεται
σταθερά και από το εξεταστικό μας σύστημα.
Επομένως, η
γλώσσα είναι δύναμη παιδευτική, αν καλλιεργείται σωστά και μεθοδικά στη
σχολική πράξη. Γιατί γυμνάζει τη σκέψη, διαμορφώνει το πνεύμα και το
φρόνημα, καλλιεργεί το συναίσθημα, αποδεσμεύει τις δυνάμεις της ψυχής, μας
φέρνει σε επαφή με την επιστήμη, την τέχνη, την πολιτισμική μας κληρονομιά, με
τον άνθρωπο του χθες και τον άνθρωπο του σήμερα, βοηθά τον νέο να δώσει μορφή
στις ιδέες και στα οράματά του. Χωρίς υψηλή γλωσσική παιδεία ο νους ατροφεί
και περνά στην κατάσταση της πνευματικής υπανάπτυξης. Αν τα σχολικά προγράμματα
δεν δώσουν προτεραιότητα στη διδασκαλία της γλώσσας, τότε σίγουρα η παιδεία
μας θα είναι ελλειμματική, αδύναμη να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες. Σκεπτόμαστε
με λέξεις, επικοινωνούμε με αυτές, υπάρχουμε με άλλα λόγια χάρη σ’ αυτές (cogito, ergo sum) συνεπώς, όσο καλύτερα είμαστε
ασκημένοι στη χρήση της γλώσσας, τόσο αποδοτικότερα την χρησιμοποιούμε . Η ανάπτυξη των γλωσσικών δεξιοτήτων
και της γλωσσικής ετοιμότητας προϋποθέτει γλωσσικά βιώματα που τα παρέχει η
γλωσσική κοινότητα αλλά, κυρίως, η
σωστή
διδασκαλία και άσκηση.
Εκτός αυτού, πρέπει να προσθέσουμε ότι η γλώσσα
είναι το μέσο μετάδοσης γνώσεων, ιδεών και συμπεριφορών. Δεν είναι δυνατή
η διδασκαλία και η μάθηση στο σχολείο χωρίς τη γλώσσα. Επομένως, όσο πιο
ευρύς είναι ο γλωσσικός κώδικας του μαθητή, τόσο πιο εύκολα συμμετέχει στη
μαθησιακή διαδικασία. Οι μαθησιακές δυσκολίες και η σχολική αποτυχία
οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην ανεπαρκή γλωσσική παιδεία των μαθητών, αφού
ούτε να κατανοήσουν σε βάθος μπορούν κάτι που ακούνε ούτε και να το αποδώσουν
λεκτικά. Από τον τρόπο που μεταχειρίζονται τη γλώσσα εξαρτάται, κυρίως, η
σχολική επίδοση και η απόδοσή τους σε όλα τα μαθήματα, αφού η πρόσληψη της
γνώσης έχει άμεση σχέση με τις γλωσσικές τους δυνατότητες, στις οποίες
οφείλεται εν πολλοίς η αντιληπτική ικανότητα και η δεκτικότητά τους.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ
Και εδώ ο ρόλος του σχολείου στην καλλιέργεια της
γλωσσικής παιδείας δεν πρέπει να αγνοηθεί. Μέσα από όλα τα διδασκόμενα
μαθήματα ο μαθητής
θα μάθει να προσεγγίζει διάφορες πλευρές της γλώσσας: Τη γλώσσα λ.χ. των Μαθηματικών, της
Φυσικής, της Χημείας, της Ιστορίας, της Κοινωνιολογίας, της Λογοτεχνίας, της
Ψυχολογίας, της Βιολογίας κ.λπ. Έτσι, μέσα στο σχολείο διευρύνεται ο
γλωσσικός κώδικας του μαθητή, ώστε να μπορεί να εκφράζεται και να κατανοεί με
μεγαλύτερη άνεση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η γλώσσα παύει να είναι εμπόδιο κατά τη μαθησιακή
διαδικασία και γίνεται μέσον μάθησης που οδηγεί σε μια εκπαίδευση με αξιώσεις
και ευοίωνες προοπτικές.
ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ και ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Η σωστή γλωσσική παιδεία που θα προσφέρει το σχολείο εγγυάται και τη
διαφύλαξη της γλωσσικής μας ταυτότητας και κληρονομιάς. Οι γλώσσες, όπως είναι γνωστό,
φθείρονται και απειλούνται. Ας μην ξεχνούμε πως 5.000 περίπου διάλεκτοι
εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα λόγω της
αποικιοκρατίας. Ο κίνδυνος αυτός είναι ορατός ιδιαίτερα σήμερα εξαιτίας της
παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας που απειλεί τις λιγότερο διαδεδομένες γλώσσες.
Εκτός αυτού, υπάρχει ακόμη ένας κίνδυνος
που δημιουργείται με την κακομεταχείριση και στρέβλωση των λέξεων, γεγονός που
συμβαίνει, όταν οι ποικιλώνυμες εξουσίες, μικρές ή μεγάλες, θέλουν να
υπηρετήσουν ανομολόγητες σκοπιμότητες ή να προπαγανδίσουν. Ας θυμηθούμε
εδώ τα κεφάλαια του Γ' Βιβλίου της Ιστορίας του Θουκυδίδη, όπου παρουσιάζεται η παθολογία του πολέμου και μεταξύ άλλων αναφέρεται
και η συνειδητή στρέβλωση και κακοποίηση της γλώσσας: (Θουκ. 3.82.4) (=
και τη συνηθισμένη σημασία των λέξεων την άλλαξαν για
να δικαιολογήσουν τα έργα τους.). Η γλωσσική παιδεία είναι αυτή που θα
προσφέρει τις κατάλληλες αντιστάσεις για την προστασία της γλώσσας αλλά και
της Δημοκρατίας.
Με τη γλώσσα ενός λαού συνυφαίνονται και οι αξίες στις
οποίες στηρίζεται ο πολιτισμός του. Σήμερα που ο οικονομικός ανταγωνισμός απογυμνώνει
την ψυχή του ανθρώπου από τις ανώτερες αξίες, προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη «να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν
βρίσκεται» κατά πως λέει ο Σεφέρης . Μια ιδεολογία κοινών αξιών που συγκροτούν
την πολιτισμική και πολιτιστική παράδοση και που αποβλέπουν στη διαμόρφωση
ενός ηθικού χαρακτήρα και μιας πνευματικά ολοκληρωμένης προσωπικότητας.
Επομένως, η γλωσσική μας παιδεία συνυφαίνεται με
την ανθρωπιστική μας παιδεία. Μέσα από τη διδασκαλία της γλώσσας διδάσκουμε και
έναν κώδικα αξιών που στήριξαν και στηρίζουν τον πολιτισμό μας, αφού η διδασκαλία
της γλώσσας μάς φέρνει σε επαφή με κείμενα διαχρονικά, που αποτελούν τη βάση
του σημερινού πολιτισμού. Άρα, τα προγράμματα σπουδών δεν πρέπει να αγνοούν
τις βασικές αυτές αλήθειες.
Μάλιστα, ένα από τα φλέγοντα ζητήματα της σύγχρονης
εκπαίδευσης είναι εκείνο που σχετίζεται με την αναζήτηση και εύρεση της χρυσής
τομής, που θα επιτρέπει την ανταπόκριση
του αναλυτικού προγράμματος αφενός στις απαιτήσεις μιας ολοένα μεταβαλλόμενης
και ποικιλόμορφης ως προς την πολιτισμική της φυσιογνωμία κοινωνίας και αφετέρου
στην ανάγκη για παράλληλη ενίσχυση της ταυτότητας -πολιτισμικής και γλωσσικής.
ΤΙ
ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ
Χρειαζόμαστε προγράμματα σπουδών που θα καλλιεργούν τη
δημοκρατική συνείδηση και την κοινωνική ευθύνη, τον σεβασμό των δικαιωμάτων
του άλλου, την πίστη στην ειρήνη και τη συνεργασία, το δικαίωμα στη διαφωνία,
τον σεβασμό της πολυφωνίας, την εμπέδωση των αξιών, την απαλλαγή από
επικίνδυνους -ισμούς (εθνικισμό, ρατσισμό κ.τ.ά), από ιδεοληψίες και
προκαταλήψεις . Χρειαζόμαστε προγράμματα που θα ενισχύουν τον υγιή ανταγωνισμό
και τη δημιουργική άμιλλα και, πάνω απ’ όλα, την πίστη στην ελευθερία και στα
δικαιώματα του ατόμου και των λαών. Προγράμματα που θα κεντρίζουν το πνεύμα
και τον λόγο και θα πλουτίζουν τη φαντασία, θα στοχεύουν στην ενδυνάμωση της
γλωσσικής παιδείας.
Επίσης, προγράμματα σπουδών που θα στηρίζονται στη διαπολιτισμική
εκπαίδευση, στον σεβασμό της υπαρκτής ετερότητας, στον πολιτισμικό εμπλουτισμό
μέσω πολιτισμικών ανταλλαγών, στον σεβασμό και στην αποδοχή του μορφωτικού
κεφαλαίου που φέρουν μαζί τους οι αλλοδαποί μαθητές, ανεξάρτητα από κοινωνική, φυλετική ή
εθνοτική προέλευση.
Η ενίσχυση της εθνικής και γλωσσικής ταυτότητας, όχι μόνον δεν αναιρεί
αλλά εν τέλει προάγει τον παιδαγωγικό στόχο του σεβασμού της ετερότητας και
μάλιστα υπηρετεί τη βασική παιδαγωγική αρχή της ασφάλειας που θα επιτρέπει στον
σύγχρονο νέο να μην αισθάνεται ως κάλαμος υπό ανέμου
σαλευόμενος -όπως λέει ο εκκλησιαστικός μελωδός- μέσα σε έναν
κόσμο ρευστό και άγνωστο που εν πολλοίς μάχεται τη συλλογική μνήμη.
Η προβολή μάλιστα των ποιοτικών στοιχείων της βαθύτατα ανθρωπιστικής
ελληνικής παράδοσης, αρχαίας και νέας, η οποία αντιμετώπιζε πάντοτε με
δεκτικότητα, προσαρμοστικότητα και διάθεση αφομοιωτική το διαφορετικό,
αποτελεί εγγύηση για την αρμονική συνύπαρξη όλων των μαθητών ανεξάρτητα από τη
χώρα προέλευσης, τη γλώσσα ή το θρήσκευμά τους.
Η ανάδειξη της
διαχρονικότητας και της ποιότητας της ελληνικής γλωσσικής παράδοσης δεν οδηγεί, όπως κάποιοι ισχυρίζονται,
σε περιχαράκωση μέσα σε στενά εθνικά πλαίσια, αλλά σε διεύρυνση των πνευματικών
οριζόντων των μαθητών, δεδομένου ότι η ελληνική γλώσσα με το ιστορικό βάθος
και τον πλούτο της είναι στην πραγματικότητα μια γλώσσα οικουμενική με έντονη παρουσία στη διεθνή ορολογία των τεχνών, των
επιστημών και πρόσφατα της σύγχρονης τεχνολογίας.
Η ενίσχυση της πολιτισμικής και γλωσσικής ταυτότητας μπορεί να αποτελέσει
ενοποιητικό στοιχείο, στο πλαίσιο μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, πολύ
ισχυρότερο και πολύ πειστικότερο από γενικόλογες επιταγές προς τους μαθητές για
σεβασμό προς την ετερότητα, οι οποίες εξαντλούνται κάποτε στο πλαίσιο
αυτού που θα ονομάζαμε σήμερα «πολιτικώς ορθόν». Εξάλλου το σύγχρονο
εκπαιδευτικό αίτημα για κατάκτηση συλλογικότητας (πνεύματος συνεργασίας και
αλληλοκατανόησης) υπηρετείται με ασφαλή τρόπο από τις ανθρωπιστικές αξίες του
συνειδητού σεβασμού του άλλου και προσεγγίζεται αποτελεσματικότερα μέσα από
την ιστορική και γλωσσική μνήμη.
Υπάρχουν πολλοί, ακόμη και σήμερα, που έχοντας
παραδοθεί άνευ όρων στο πνεύμα ενός άκριτου εκσυγχρονισμού, διαπράττουν το
λάθος να υποστηρίζουν ότι η εκπαίδευση για να ανταποκριθεί στα αιτήματα των
καιρών οφείλει να απομακρυνθεί από το βαρύ ιστορικό της φορτίο, να
απαλλαγεί, δηλαδή από τις μεγάλες πέτρες, όπως θα έλεγε ποιητικά ο Σεφέρης, να απομακρυνθεί από τα κλασικά γράμματα
και να υποταχθεί στις επιταγές ενός μονόπλευρου τεχνοκρατικού προσανατολισμού
που δήθεν αποτελεί τη μοναδική εγγύηση προόδου.
Πρόκειται για την αντίληψη η οποία στη θέση της
γνώσης τοποθετεί την πληροφόρηση, στη θέση του δασκάλου τον εκπαιδευτή, στη
θέση της παιδείας την κατάρτιση. Η ίδια αυτή αντίληψη αποστρέφεται τη
μνήμη και τις ποιότητες που αυτή απέσταξε από τον χρόνο και ευαγγελίζεται στο
επίπεδο των γλωσσικών της επιλογών μια συγχρονία που μετατρέπει τη γλώσσα από
εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών, όπως θα δούμε παρακάτω να λέει ο
Ελύτης, σε ένα ομογενοποιημένο ψυχρό και άχρωμο όργανο επικοινωνίας.
Η διαφύλαξη της γλωσσικής μας παράδοσης σήμερα και η ανάδειξη της
ομορφιάς και του πλούτου της, η μύηση των μαθητών μας στα μυστικά της γοητείας
και της εκφραστικής της δύναμης όχι μόνο δεν συνιστά συντηρητική στροφή της
εκπαίδευσης, αλλά αποτελεί μια κατ’ ουσίαν δημοκρατική εκπαιδευτική πρόταση
προσφοράς στο σύνολο των παιδιών που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία,
προσφοράς ενός μορφωτικού αγαθού του οποίου η αξία υπερβαίνει τα
εθνικά όρια. Εξ άλλου οφείλουμε σήμερα να λάβουμε υπόψη ότι η ορθή χρήση της τεχνολογίας προϋποθέτει
την ενθάρρυνση ενός
πολιτισμού της γραφής που θα επιτρέπει στους νέους να κινούνται στις
λεωφόρους του διαδικτύου όχι ως κεχηνότες επισκέπτες, αλλά ως
σκεπτόμενα άτομα ικανά να διατυπώνουν γραπτώς στο βήμα της παγκόσμιας
αγοράς -χρησιμοποιούμε τη λέξη με την αρχαιοελληνική της σημασία- την άποψή
τους για τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου.
Και είναι γεγονός ότι οι ανθρωπιστικές
σπουδές, δηλ. η σπουδή του ανθρώπου στην καθολικότητα της ιστορικής ύπαρξής
του «είναι οι μόνες που αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο ως ελεύθερο δρώντα και μόνο
αυτές είναι ικανές να προτείνουν στην ανθρωπότητα πρότυπα για μια ζωή με
νόημα». Και αυτό γιατί μόνο «η κλασική παιδεία δεν μπορεί να διαμορφώσει θεατές
χωρίς πνευματικά ενδιαφέροντα ή καταναλωτές διατεθειμένους να συνεργαστούν με
κάθε τρόπο για τη γοητευτική βασιλεία του εμπορεύματος»[2].
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πρακτικισμός και ηωφελιμοθηρία που χαρακτήριζε το πνεύμα της
αμερικάνικης εκπαίδευσης τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, σε συνδυασμό
με τον επαγγελματισμό και την επικρατήσασα εκπαιδευτική «φιλοσοφία» ότι το
σχολείο πρέπει να συνδέεται άμεσα με την παραγωγή και τις απαιτήσεις της
αγοράς εργασίας οδήγησαν σε αδιέξοδα το όλο εκπαιδευτικό σύστημα της
υπερδύναμης
Κατά τον Th. Sizer, η γενική
θεωρητική κατάρτιση [τα λεγάμενα «academies», δηλαδή γλώσσα και ανθρωπιστική
μόρφωση, γνώση μαθηματικών κλπ.] πρέπει να είναι κύρια σπουδή για όλους τους
μαθητές. Δεν πρέπει να υπάρχει μαθητής που να τελειώνει το σχολείο με
καθαρώς επαγγελματική μόρφωση. Η πνευματική κατάρτιση [intellectual education] είναι δικαίωμα και ανάγκη όλων των πολιτών[3].
Επομένως, και με τις σημερινές ραγδαίες εξελίξεις και αναθεωρήσεις
στον τομέα των γνώσεων, ένα είναι βέβαιο: ότι η εκπαίδευση πρέπει να εφοδιάζει
τους νέους με γνώσεις και πνευματική καλλιέργεια, που να τους εξασφαλίζουν τη
δυνατότητα μιας ευέλικτης προσαρμογής στη γνωστική και επαγγελματική τους
κατάρτιση, και μιας γνήσιας δημιουργικότητας στη σκέψη τους, παρά να επιμένει
σε άκαμπτα γνωστικά πρότυπα ή πνευματικά και ιδεολογικά δόγματα[4].
Βασικός στόχος της εκπαίδευσης είναι να διδάξει τους
μαθητές πώς να χρησιμοποιούν το μυαλό τους λέει ο Sizer. Οι εξειδικευμένες και πρακτικές
γνώσεις που παρέχουν τα σχολεία δεν πρέπει να είναι εις βάρος της καλλιέργειας
της νοητικής δυνάμεως των μαθητών. Χωρίς να ακυρώνουμε τη μεγάλη σημασία της επαγγελματικής-τεχνικής
εκπαίδευσης σε επίπεδο δευτεροβάθμιου σχολείου, αίτημα των καιρών είναι το σχολείο της πνευματικής καλλιέργειας, της
ουσιαστικής γνώσης και της ανθρωπιστικής - δημοκρατικής
αγωγής των μαθητών.
Και όμως πολλά από αυτά τα σύγχρονα εκπαιδευτικά
αιτήματα, τα είχε ήδη η ανθρωπιστική παιδεία κατακτήσει.
Χίλιες φωνές σήμερα συνηγορούν υπέρ της επικαιρότητας
της σωκρατικής αρετής αναγνωρίζοντας ότι το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να
αναλάβει ενεργό ρόλο στην ηθική και πολιτική αγωγή και σε ζητήματα συμπεριφοράς των μαθητών, συμπληρώνοντας τον
ρόλο της οικογένειας. Μαζί με άλλα θεσμικά όργανα πρέπει να συμβάλει στην
προβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην ανάπτυξη δημοκρατικής συμπεριφοράς
και στην αναγνώριση των ανθρωπιστικών αξιών που έχουν σήμερα καταστεί
αναγκαίες περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε: δηλ. τον σεβασμό της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας, την κατανόηση, τον διάλογο, τη συμπαράσταση και την αμοιβαία
υποστήριξη.
Αξίζει, επίσης, να επισημάνουμε ότι η αξία ενός λαού και η αξία μιας γλώσσας
δεν μετριέται με το πόσοι τη μιλάνε, αλλά από το κατά πόσο είναι πολιτισμικά μεγάλη,
πόσες εκφραστικές, δηλωτικές και επιστημονικές δυνατότητες έχει. Η
Ελληνική είναι η μόνη ευρωπαϊκή γλώσσα που γράφεται επί 3500 χρόνια και μάλιστα
2400 χρόνια με την ίδια ορθογραφία! Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρόγραμμα
«Ίβυκος» αποθησαυρίστηκαν 3.800 συγγραφείς, 12.000 συγγράμματα και 99
εκατομμύρια λέξεις της γλώσσας μας[5].
Μάλιστα, κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι Η/Υ προχωρημένης τεχνολογίας δέχονται ως
'νοηματική' γλώσσα μόνον την Ελληνική, ενώ τις άλλες γλώσσες χαρακτηρίζουν ως
«σημειολογικές».
Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι δύο κορυφαίοι ποιητές
μας, ο Σεφέρης το 1963 και ο Ελύτης το
1979, στην ομιλία τους κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ συναντώνται
ακριβώς στο σημείο που ισορροπεί τη δικαιολογημένη περηφάνια για το ιστορικό
βάθος της γλώσσας μας και του πολιτισμού μας με τη σεμνή αναφορά στη μικρή
χώρα που κληρονόμησε τον ανεκτίμητο αυτό πλούτο.
Αναφέρει ο Σεφέρης, το 1963: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή.
Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού,
τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του
είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς
διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις
αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο
χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας
της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια,
ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο, πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες.»[6]
Και ο Ελύτης το 1979: «Μου δόθηκε, αγαπητοί μου φίλοι,
να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνο από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’
όλα αυτά, πρόκειται για μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια
χωρίς διακοπή και μ’ ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά,
διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικό-πνευματική οντότητα της χώρας μου. Που
είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου... Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα
δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως να αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών
αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος
αυτό γεννά υποχρεώσεις. Δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος 25 αιώνων
δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας αιώνας, που να μην γράφτηκε ποίηση
στην Ελληνική γλώσσα. Να το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει.
Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα Ελληνική ποίηση[7]».
Αναγνωρίζουμε άραγε σήμερα αυτό ακριβώς το υψηλό ήθος
στα λόγια των δύο μεγάλων ποιητών μας; Βλέπουμε την παιδευτική αξία που έχει η συνομιλία του
νεοελληνικού ποιητικού λόγου με το ιστορικό βάθος της γλώσσας μας, ή μήπως μεταμοντέρνες περί «πολιτικώς
ορθού» απόψεις καλύπτουν με τον θόρυβο που προκαλούν, τη φωνή αυτών που με το
έργο τους υπηρέτησαν όχι μόνον τον τόπο τους αλλά τον πολιτισμό και τον
άνθρωπο;
Αντιλαμβανόμαστε πόσο σημαντικό είναι για το μέλλον
του ανθρώπινου πολιτισμού να διαφυλάσσουν μέσω της παιδείας τους μικρά κράτη,
όπως η Ελλάδα, τον
πνευματικό τους πλούτο και να το κάνουν όχι με το πάθος ενός φιλάργυρου, ούτε
με την αλαζονική έπαρση του ανώτερου αλλά με τη γενναιοδωρία αυτού που εκ
περισσεύματος καρδίας προσφέρει αυτό ακριβώς που διαθέτει, εκείνα δηλαδή τα
πνευματικά αγαθά που συναδελφώνουν πραγματικά τους ανθρώπους;
Μήπως ήρθε η στιγμή, η παιδεία και ο πολιτισμός να
αποτελέσουν τη βάση κάθε σχεδιασμού που θα αφορά το μέλλον κάθε τόπου; Κατά τον Αλέξανδρο Δελμούζο[8], αν θέλουμε να
δημιουργήσουμε ορθή νεοελληνική παιδεία, πρέπει να μελετήσουμε τη νεοελληνική
πραγματικότητα και να στηρίξουμε την παιδεία απάνω της, την «παιδεία που θέλει
να κάμει το άτομο ικανό να ζήσει άνετα και δημιουργικά στον τόπο του και να
εργαστεί για τον πολιτισμό του». Όχι τον οποιονδήποτε πολιτισμό αλλά έναν
ορισμένο πολιτισμό με τη γλώσσα του, την επιστήμη, την τέχνη του, τη θρησκεία,
τα τεχνικά μέσα, τα ήθη και τα έθιμά του. Και όλα αυτά να στηρίζονται σε
μια αγωγή που βασικό της γνώρισμα θα είναι το «εθνικό χρώμα», αφού τα στοιχεία
που κλείνει μέσα της η ψυχή του κάθε ατόμου και απάνω τους θα στηριχθεί η
παιδεία για να εκτελέσει το έργο της «είναι γέννημα και θρέμμα της εθνικής
ομάδας και του πολιτισμού της». Τις περισσότερες αξίες του πολιτισμού που
δίνουν τροφή, περιεχόμενο και μορφή στις λειτουργίες της ψυχής, που μ’ αυτές
ανασταίνεται και πλουτίζει ολόκληρος ο ψυχικός κόσμος του ατόμου, ή τις έχει
δημιουργήσει το εθνικό σύνολο ή τις έχει αφομοιώσει και ποτίσει με τη δική του
ψυχή, με το δικό του χαρακτήρα»-.
Σ. Γκλαβάς Αναπληρωτής Πρόεδρος ταυ Παιδαγωγικού Ινστιτούτου,
Πρακτικά διημερίδων, Αθήνα, Ίδρυμα Ευγενίδου,
20-21 Μαρτίου 2008 & Θεσσαλονίκη, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ, 17-18 Απριλίου
2008, 33-47
[1] Χορκχάϊμερ, Μ., Αντόρνο, Τ. 1986, Διαλχκτική του διαφωτισμού (μτφρ. Ζ. Ζαρίκας), Αθήνα,
Ύψιλον, σ. 226.
[2] Μισεά,
Ζ.Κ. 2002, Η
εκπαίδευση της αμάθειας
(μτφρ. Α. Ελεφάντη), Αθήνα, Βιβλιόραμα, σ. 29.
[3] Sizer Th. Lessons
from the Trenches, U.S. News and Word
Report, Febr. 1990, σσ. 50-53
[4] Μπαμπινιώτης
Γ., ό.π., σσ. 34-35
[6] Σεφέρης,
Γ., Ομιλία στη Στοκχόλμη, Δοκιμές
Β', Ίκαρος, σ. 159 (από
την ομιλία κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ, 1963)
[7] Ελύτης,
Οδ., Λόγος στην Ακαδημία της Στοκχόλμης, Εν λευκώ, Ίκαρος, σσ. 325-327.
[8] Παπανούτσος
Ευάγγ. 1978, Α.
Δελμούζος, Αθήνα, ΜΙΕΤ, σσ. 16-17.